-
1 заявка
заявка ж η αίτηση η παράκληση (просьба) сделать \заявкау κάνω αίτηση* * *жη αίτηση; η παράκληση ( просьба)сде́лать зая́вку — κάνω αίτηση
-
2 обращаться
обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι* * *1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαιобраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση
обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον
обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό
обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση
2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι -
3 ходатайство
ходатай||ствос ἡ αἰτηση [-ις] (тж. документ), ἡ παράκληση [-ις]/ ἡ μεσολάβηση [-ις] (т/с. за кого-л.):\ходатайствоство о помиловании ἡ αίτηση χάριτος· войти с \ходатайствоством κάνω αίτηση, ἀπευθύνομαι μέ αίτηση μου. -
4 просьба
жη παράκληση, η αίτησηу меня́ к вам про́сьба — έχω μια παράκληση σε σας
обрати́ться с про́сьбой — κάνω αίτηση
про́сьба не шуме́ть — παρακαλείσθε ( или παρακαλούμε) μη θορυβείτε
-
5 заявка
заявк||аж ἡ αίτηση [-ις], ἡ παράκληση[-ις]:концерт по \заявкаам слушателей κοντσέρτο κατά παράκληση τῶν ἀκροατών сделать \заявкау κάνω αίτηση. -
6 просьба
просьб||аж1. ἡ παράκληση/ ἡ αίτηση (официальная):у меня к вам \просьба θέλω νά σας παρακαλέσω γιά κάτι· обратиться с \просьбаой ἀπευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση· по \просьбае κατά παράκληση, κατ' ἀϊτησιν, τή αἰτήσει. -
7 заявка
-и θ.1. δήλωση.2. αίτηση, ζήτηση, παράκληση•сделать -у κάνω αίτηση, ζητώ•
на билеты ζήτηση εισιτηρίων•
концерт по -ам радиослушателей συναυλία κατά παραγγελία των ραόιοακροατών.
-
8 apply
1) ((with to) to put (something) on or against something else: to apply ointment to a cut.) βάζω, αλείφω2) ((with to) to use (something) for some purpose: He applied his wits to planning their escape.) χρησιμοποιώ3) ((with for) to ask for (something) formally: You could apply (to the manager) for a job.) κάνω αίτηση4) ((with to) to concern: This rule does not apply to him.) αφορώ5) (to be in force: The rule doesn't apply at weekends.) ισχύω•- applicable
- applicability
- applicant
- application
- apply oneself/one's mind -
9 put in for
(to apply for, or claim: Are you putting in for that job?) κάνω αίτηση για -
10 заявление
заявление с 1) η δήλωση сделать \заявление δηλώνω 2) (ходатайство) η αίτηση, η αναφορά написать \заявление κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση* * *с1) η δήλωσηсде́лать заявле́ние — δηλώνω
2) ( ходатайство) η αίτηση, η αναφοράнаписа́ть заявле́ние — κάνω αναφορά, υποβάλλω αίτηση
-
11 по
πρόθ.I.με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•
ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•
по краям дороги στις άκρες του δρόμου.
|| εναντίον, κατά•стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.
|| μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.
|| (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.
2. (για διεύθυνση)• κατά•идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•
идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.
|| επί, σύμφωνα• με•идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.
3. κατά, σύμφωνα με•уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•
по образцу κατά το παράδειγμα•
по силам κατά τις δυνάμεις•
уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•
разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•
по моде κατά τη μόδα•
по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.
|| με, απο, εκ, εξ•он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.
|| απο, εκ•судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•
знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.
|| κατά, ως προς•добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•
учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.
|| (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•брат по матери ομομήτριος αδερφός•
брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•
родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.
4. με, απο, διά•отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•
говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•
передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•
ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.
5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•по недосмотру από απροσεξία•
отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•
ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•
по привычке από συνήθεια.
6. για, δια, προς, με σκοπό•отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.
|| επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.
7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•
по праздникам (κατά) τις γιορτές•
заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•
цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•
приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•
по десятому году στο δέκατο χρόνο.
8. από•по стаканчику από ένα ποτηράκι•
по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•
по одному από ένα (στον καθένα)•
по разу από μια φορά (ο καθένας).
|| για•тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•
тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.
II.με αιτ.1. ως, έως, μέχρι•по колено ως το γόνα•
войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•
сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.
|| ως και, μέχρι και•прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•
с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•
по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•
по сегодня ως τα σήμερα.
2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•по левую руку από το αριστερό χέρι.
3. για•ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•
сходить по воду πηγαίνω για νερό.
III.με προθετική•1. μετά, ύστερα, έπειτα από•с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.
2. για•скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.
3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.εκφρ.по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν. -
12 просьба
-ы θ.(προφέρεται πρόζμπα).παράκληση•я к вам с -ой ή у меня к вам просьба έχω να σας κάνω μια παράκληση•
обратиться с -ой απευθύνομαι με την παράκληση.
|| αίτηση•подать -у δίνω (υποβάλλω) αίτηση.
εκφρ.по -е – α) κατά παράκληση, β) με αίτηση. -
13 принять
приму, примешь, παρλθ. χρ. принял-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•
принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.
|| πιάνω, συλλαμβάνω•бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.
2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.
|| αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•
принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.
|| δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•
принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•
принять предложение δέχομαι την πρόταση.
3. προσλαμβάνω•принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.
4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•
принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•
принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.
|| περιλαβαίνω•врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.
5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•принять радио ακούω ράδιο•
выстрел ακούω πυροβολισμό.
6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•принять смерть πεθαίνω•
принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).
7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.
8. αποκτώ•лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.
9. καταπίνω•принять таблетки παίρνω χαπάκια•
принять лекарство παίρνω φάρμακο.
10. κάνω•принять ванну παίρνω το λουτρό•
принять душ κάνω ντους•
принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.
11. εκλαμβάνω, θεωρώ•принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•
принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•
принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.
12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.
14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•
прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.
εκφρ.принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•принять присягу – ορκίζομαι•принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•принять меры – παίρνω μέτρα•принять за правило – παίρνω για κανόνα•так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.
|| αρχίζω•принять читать αρχίζω το διάβασμα.
2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.
|| (για εμβολιασμό) πιάνω•прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.
-
14 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
15 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
16 ходатайство
1. (действие) η ενέργειαη διαμεσολάβηση2. (официальная письменная просьба) η αίτησηη γραπτή παράκλησηη αναφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ходатайство
-
17 входить
входитьнесов1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):\входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω13. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:\входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:\входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:\входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί. -
18 подавать
подаватьнесов1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:\подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν2. (на стол) σερβίρω:обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:\подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής. -
19 иск
-а α. (νομ.) αγωγή•гражданский πολιτική αγωγή•
встречный иск αίτηση ανταγωγής•
возбудить иск εγείρω, κάνω αγωγή, ενάγω.
-
20 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ.
См. также в других словарях:
αντικαταλαμβάνω — (Α ἀντικαταλαμβάνω) καταλαμβάνω κι εγώ μια τοποθεσία για ν αντιμετωπίσω τον αντίπαλο αρχ. φρ. «ἀντικαταλαμβάνω δίκην» κάνω αίτηση για επανάληψη της δίκης … Dictionary of Greek
παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
προστροπή — ἡ, Α [προστρέπω] 1. ικεσία ενός ανθρώπου που φέρει μίασμα, ιδίως φόνου, σε έναν θεό ή άνθρωπο για εξιλέωση, για εξαγνισμό 2. προσευχή, παράκληση ικέτη («προστροπὴν καὶ ἀρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο», Αισχίν.) 3. ενοχή, μίασμα φονιά 4. φρ. α) «θεᾱς… … Dictionary of Greek
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
ενάγω — (AM ἐνάγω) 1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή 2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ούσα, ον στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek
συνυποβάλλω — ΝΜΑ υποβάλλω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο (α. «με την αίτηση συνυποβάλλεται και πιστοποιητικό γεννήσεως» β. «ἡ δὲ κοινότης τοῡ λόγου καὶ τὰ... πάθη ζητήσει συνυποβάλλει», Πλούτ.) μσν. προσθέτω κάτι, κάνω προσθήκες σε κάτι που ήδη υπάρχει… … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek